- λευκόρροια
- η мед. бели
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκόρροια — Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή… … Dictionary of Greek
λευκορροϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λευκόρροια 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λευκόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucorrheal < leucorrhea < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + rrhea (< ρροια < ῥοία)] … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις … Dictionary of Greek